Το Χαρούπι: ο ‘’μαύρος χρυσός’’ της ιστορίας

Η χαρουπιά είναι ένα δέντρο που έχει τις ρίζες του πολύ βαθιά στο χρόνο. Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε, μας αποδεικνύουν την ευρεία διάδοση του χαρουπιού ήδη από την αρχαιότητα, αλλά και τις πολλές διαφορετικές χρήσεις του. Η χαρουπιά προέρχεται από την Ανατολή. Συγκεκριμένα, πατρίδα της είναι η Συρία. Αυτοφύεται όμως και καλλιεργείται στις χώρες της Μέσης Ανατολής και σε όσες περιβάλλουν τη Μεσόγειο, δηλαδή στην Ελλάδα (Κ9), Μ. Ασία, Β. Αφρική, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρο. Όσο μεγάλη είναι η ιστορία της χαρουπιάς, τόσες είναι και οι ιστορικές στιγμές που το δέντρο αυτό χρησιμοποιήθηκε από τους ανθρώπους σε στιγμές πείνας, πολέμου ή φτώχειας.

Με μια ματιά στο παρελθόν

Αρχαία Ελλάδα🡪 Η χαρουπιά ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες οι οποίοι την καλλιεργούσαν για τους καρπούς της ως τροφή για ανθρώπους και ζώα. Μια ανεκδοτολογική πηγή μάλιστα, παραδίδει ότι ο ‘λωτός’ που έτρωγαν οι λωτοφάγοι στην Οδύσσεια ήταν στην πραγματικότητα χαρούπια. Στην κλασική αρχαιότητα, ο φιλόσοφος και συνεχιστής του Αριστοτέλη, ο Θεόφραστος ο Εφέσιος (372-287 π.Χ.) μας πληροφορεί ότι στην Ιωνία αποκαλούσαν το δέντρο «Κερωνία» και τον καρπό του «αιγυπτιακό σύκο». Ο ίδιος μάλιστα κατέγραψε μια λεπτομερή περιγραφή του δέντρου της χαρουπιάς. Παρατήρησε πως οι καρποί ξεπροβάλλουν από τον κορμό του δέντρου, καθώς τα άνθη φυτρώνουν πάντοτε στις μασχάλες των φύλλων ή απ’ ευθείας από τα παλιά κλαδιά. Κατά τα ελληνιστικά χρόνια η χαρουπιά ονομάστηκε και «Κερατέα» (Κ5). Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23-79 μ.Χ.) κάνει αναφορά στα γλυκά φασόλια της χαρουπιάς ως τροφή για τα γουρούνια.

Αίγυπτος, Αρχαία Ρώμη, Ισραήλ🡪 Υπάρχουν στοιχεία ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν το χαρούπι. Λοβοί αλλά και σπόροι χαρουπιού έχουν βρεθεί σε Αιγυπτιακούς Τάφους, ενώ ακόμα και σήμερα στην Αίγυπτο τρώνε τον αποξηραμένο λοβό ως σνακ και φτιάχνουν με ζύμωση ένα ιδιαίτερο αλκοολούχο ποτό. Επίσης οι Ρωμαίοι έτρωγαν τις φλούδες του χαρουπιού για τη φυσική γλυκύτητά τους όταν ήταν ακόμα πράσινες και φρέσκιες. Οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι μέχρι σήμερα καταναλώνουν χαρούπια κατά τη διάρκεια της γιορτής «Του Μπισβάτ», ή στην περίοδο του Ραμαζανίου αντίστοιχα. Οι Άραβες τα θεωρούσαν εξαιρετικά μαλακτικά για τις θωρακικές λοιμώξεις και τα συνιστούσαν σε ασθενείς με χρόνια βρογχίτιδα.

Βίβλος🡪 Σύμφωνα με τη Βίβλο, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής τρεφόταν με χαρούπια όσο παρέμεινε στην έρημο. Αργότερα, οι Ευρωπαίοι αποκάλεσαν τη χαρουπιά αρτοφόρο δέντρο ή «αρτόδενδρο του Αγίου Ιωάννη», οπότε και σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες συναντάμε τη χαρουπιά ως «Saint John’s bread / tree »(αγγλικά), «Johannisbrot» (σουηδικά) ή «Johannisbrotbaum» (γερμανικά). Επίσης, Από την παραβολή του Ασώτου Υιού συμπεραίνουμε ότι τα χαρούπια θεωρούνταν κάπως μέτρια τροφή για τον άνθρωπο καθώς χρησίμευαν κυρίως ως τροφή για τα γουρούνια του στάβλου στον οποίο πήγε να εργαστεί ο Άσωτος Υιός όταν έμεινε πεινασμένος και αδέκαρος.

Περίοδοι πολέμων και πείνας🡪 Το χαρούπι έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε διάφορους πολέμους στην ιστορία καθώς αφενός είναι πλούσια σε θρεπτικά συστατικά και αφετέρου βρισκόταν σε αφθονία. Κατά τον Ισπανικό εμφύλιο (1936-1939) έσωσε πολλούς ανθρώπους από την ασιτία. Οι γηραιότεροι σήμερα στην Ελλάδα, θα θυμούνται την ‘σοκολάτα της κατοχής’ στους δύσκολους καιρούς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1939-1945). Το χαρούπι χρησιμοποιήθηκε επίσης και ως υποκατάστατο βασικών αγαθών που βρίσκονταν τότε σε έλλειψη (καφές Κ12, αλεύρι).

Το χαρούπι λοιπόν, χαρακτήρισε εποχές ανέχειας, φτώχειας και δυσκολιών. Οι τραυματικές εμπειρίες του πολέμου δημιούργησαν αναπόφευκτα δυσάρεστες αναμνήσεις σε όσους έτρωγαν το χαρούπι ως μοναδική τροφή και επομένως ο καρπός περιφρονήθηκε. Επιπλέον ήταν ανέκαθεν τροφή για οικόσιτα ζώα οπότε και δεν αποτελούσε περιζήτητη τροφή για τον άνθρωπο. Σήμερα όμως, μετά από πολλές εργαστηριακές έρευνες, αποδείχτηκε ότι δικαίως αποκαλείται ως «ο μαύρος Χρυσός» της Κρήτης. Οι επιστήμονες αποκάλυψαν τα θρεπτικά συστατικά του χαρουπιού και αποδείχτηκε πόσο ωφέλιμο είναι για την υγεία. Τα φυσικά ζάχαρα που διαθέτει το χαρούπι, δίνουν μια πολύ ιδιαίτερη γεύση στα προϊόντα που το περιέχουν. Πλέον είναι μια εκλεπτυσμένη τροφή, εκλεκτή για όσους επιθυμούν ένα φυσικό τρόπο ζωής και ευεξίας.

Χαρούπι: Από το «κεράτιον» στο «καράτι»

Το χαρούπι, ο καρπός που έθρεψε γενιές και γενιές, εκτός από τις θρεπτικές ουσίες που περιέχει, χρησίμευσε και ως μονάδα μέτρησης πολύτιμων μετάλλων και λίθων. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Η χαρουπιά ως δέντρο γνωστό ήδη από την αρχαιότητα, κουβαλά πλούσια ιστορία και πολλά διαφορετικά ονόματα. Η χαρουπιά πρωτοεμφανίστηκε στη Μέση Ανατολή (Συρία, Παλαιστίνη). Η ονομασία ‘χαρούπι’ μάλιστα, είναι αραβικής προέλευσης (karub).

Σήμερα έχει επιστημονικό όνομα «Κερωνία» ή «Κερατονία» ή «Κερατέα» ή «Έλλοβος». Στην Ελλάδα συναντάμε τη Χαρουπιά κυρίως Νότια. Άλλες ονομασίες είναι «Κερωνιά», «Ξυλοκερατιά» (Κρήτη, Πελοπόννησος), «Κουντουριδιά» (Δωδεκάνησα) ή «Τερατσιά» (Κύπρος). Η επίσημη ονομασία προέρχεται από τα λατινικά: «Ceratonia siliqua». Το όνομα «ceratonia» προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη ‘κέρας’(-του κέρατος) και έχει σχέση με το κερατόμορφο σχήμα του καρπού, ενώ η λέξη siliqua στα λατινικά σημαίνει λοβός, χαρούπι.

Από το σχήμα των χαρουπιών, που πράγματι μοιάζουν με κέρατα, προκύπτει το όνομα ‘ξυλοκέρατο’ και το δέντρο ‘Ξυλοκερατιά’. Στην αρχαιότητα τα χαρούπια ονομάζονταν ‘κεράτια’, δηλαδή μικρά κερατάκια. Το κεράτιον είναι το υποκοριστικό της λέξης ‘κέρας’. Κεράτιον ονομαζόταν επίσης και ο σπόρος που περιεχόταν μέσα στο λοβό του χαρουπιού. Κάθε λοβός περιέχει 5 έως 15 σπόρους (κεράτια). Είναι στρογγυλοί και επίπεδοι, σε σκληρό περίβλημα.

Τα κεράτια είχαν βάρος περίπου 0,2 γραμμάρια και είχαν το κατάλληλο μέγεθος για να χρησιμοποιηθούν ως σταθμά σε ζυγαριές των αργυραμοιβών της Ελληνιστικής Περιόδου ώστε να ζυγίζουν πολύτιμα μέταλλα. Επίσης ένας σπόρος χαρουπιού, δηλαδή ένα κεράτιον, είχε πάντοτε το ίδιο περίπου βάρος, δηλαδή 190 έως 205 χιλιοστά του γραμμαρίου. Γι’ αυτό το λόγο τα κεράτια άρχισαν να χρησιμοποιούνται ως μέτρο βάρους. Πολύ σύντομα επινοήθηκε μια νέα μονάδα μέτρησης που ονομάστηκε ‘κεράτιον’ και αντιστοιχούσε στο ένα τρίτο (1/3) του οβολού.

Αργότερα, στη βυζαντινή νομισματοκοπία το ‘κεράτιον’ ήταν μονάδα μέτρησης βάρους ευγενών μετάλλων που ισοδυναμούσε με το 1/1728 της ρωμαϊκής λίτρας δηλαδή 0,189 ή 0,186 του γραμμαρίου. Πιο πρακτικά, ένα κεράτιον ήταν ίσο με το 1/24 του χρυσού βυζαντινού νομίσματος aureum solidum, ή solidus. Πέρα από τις πολλές διακυμάνσεις της περιεκτικότητας του συγκεκριμένου χρυσού νομίσματος, ένας Solidus του Μεγάλου Κωνσταντίνου είχε βάρος 24 κερατίων χρυσού (δηλαδή 1/72 της ρωμαϊκής λίτρας).

Αυτή η βυζαντινή μονάδα μέτρησης και η λέξη ‘κεράτιον’ ταξιδεύουν ανατολικά και φτάνουν στην αραβική γλώσσα ως ‘qirat’. Το qirat, πάλι ως μονάδα μέτρησης βάρους ισοδυναμεί με το 1/24 του Δηναρίου (dinar).

Η αραβική λέξη qirat ταξιδεύει πίσω στην Δύση και ενσωματώνεται στα μεσαιωνικά λατινικά ως ‘caratus’ (υπάρχουν μαρτυρίες μέσα σε κείμενα αλχημιστών). Από εκεί συνεχίζει το δρόμο της και το λατινικό ‘caratus’ γίνεται το ιταλικό ‘carato’. Carato σημαίνει μονάδα μέτρησης τίτλου της καθαρότητας του χρυσού. Η λέξη αυτή γίνεται παγκοσμίας εμβέλειας και επιστρέφει στα ελληνικά, ως αντιδάνειο. Το ‘καράτι’ είναι πλέον γνωστό σε όλους ως ορολογία για την πιο μικρή μονάδα μέτρησης του χρυσού. Έτσι από τα χαρούπια, φτάσαμε στα καράτια!