Η Κρητική Χαρουπιά

Τα χαρούπια αποτελούσαν για πάρα πολλά χρόνια αγαπημένη τροφή των Κρητικών. Πού βρίσκονται όμως οι Χαρουπιές στην Κρήτη και πόσο παραγωγικές είναι; Γιατί είναι το χαρούπι «ο Μαύρος Χρυσός της Κρήτης»;

Η Χαρουπιά είναι ένα από τα πιο κοινά δέντρα της Κρήτης. Φυτεύεται παντού, ακόμη και στα πεζοδρόμια μέσα στις πόλεις, επειδή έχει πυκνό ίσκιο και απαιτεί μηδενική φροντίδα. Οι ανθεκτικές Χαρουπιές (ή Ξυλοκερατιές) ευδοκιμούν στις άνυδρες και βραχώδεις περιοχές και βρίσκονται σε αρκετή απόσταση η μία από την άλλη. Τη Χαρουπιά θα τη συναντήσουμε σε όλους τους νομούς της Κρήτης, σε βουνοπλαγιές, σε χαράδρες, ανάμεσα στα ελαιόδεντρα. Πολλά χρόνια πριν, τα ξηρά μέρη της Κρήτης αποτελούσαν ιδανικές περιοχές για την καλλιέργεια των χαρουπιών για την παραγωγή ζωοτροφών, και έτσι σήμερα αποτελεί σημαντικό μέρος της ταυτότητας του νησιού. Στατιστικές έρευνες έχουν δείξει ότι από τους περίπου 15,000 τόνους χαρουπιών της χώρας μας, το 80% παράγεται στην Κρήτη και κατανέμεται περίπου εξίσου στους τέσσερις νομούς.

Η Χαρουπιά έχει μεγάλη διάρκεια ζωής και συνιστά ιδανική εναλλακτική επιλογή καλλιέργειας στην παγκόσμια κλιματική αλλαγή.
Στην Κρήτη υπάρχει το φυσικό δάσος με Χαρουπιές, το Χαρουπόδασος, στο Νομό Ηρακλείου. Συγκεκριμένα το Χαρουπόδασος των Τριών Εκκλησιών βρίσκεται 64 χλμ. νότια του Ηρακλείου, δυτικά από τον οικισμό και την παραλία των Τριών Εκκλησιών. Οι πλαγιές των Αστερουσίων Ορέων (που καταλήγουν σε παραλία) είναι κατάφυτες από μεγάλες Χαρουπιές, που συγκροτούν ένα εκτεταμένο αραιό δάσος. Αυτό το Χαρουπόδασος χαρακτηρίζεται ως ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά Χαρουποδάση στην Ευρώπη, είναι το μοναδικό στη Μεσόγειο, ενώ η περιοχή θεωρείται μια από τις πιο απομονωμένες στην Ευρώπη.

Στην Κρήτη της Υστερομινωικής Εποχής (1560 – 1050 π.Χ.) έχουμε ενδείξεις ότι υπήρχαν χαρούπια, καθώς έχουν βρεθεί κάρβουνα χαρουπιάς αυτής της περιόδου. Είναι γνωστό ότι τρώγονταν στην Τουρκοκρατία αλλά και σε άλλες δύσκολες εποχές όπως οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι. Στην Κατοχή, η Κρήτη υπήρξε μεγάλος εξαγωγέας των χαρουπιών κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα. Σημαντικό μέρος των φορτίων που έφταναν στην Θεσσαλονίκη προοριζόταν για παραγωγή χαρουπόμελου, το οποίο διοχετευόταν στην παραγωγή χαλβά. Παλαιότερα, οι Κρητικοί έτρωγαν τα χαρούπια ως γλυκό, ενώ ακόμη εξακολουθεί να αποτελεί υγιεινό υποκατάστατο της σοκολάτας. Επιπλέον, χρησιμοποιούνται στην παρασκευή οινοπνευματωδών ποτών, αλλά και ως ζωοτροφή. Εξαιτίας της πολυεπίπεδης χρήσης του χαρουπιού αλλά και επειδή έχει ένα σκούρο καφέ – μαύρο χρώμα, έχει ονομαστεί ‘ο Μαύρος Χρυσός’ της Κρήτης. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας θυμούνται πόσα προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας φτιάχνονταν από χαρούπια.

Ο τρύγος (συγκομιδή) των χαρουπιών λαμβάνει χώρα στα τέλη του καλοκαιριού έως τις αρχές του φθινοπώρου. Ουσιαστικά διαρκεί δύο έως τέσσερις εβδομάδες, αναλόγως βέβαια των καιρικών συνθηκών. Τα προηγούμενα χρόνια στην Κρήτη, κατά την περίοδο του τρύγου οποιουδήποτε καρπού, οι γεωργοί ακολουθούσαν περίπου την ίδια διαδικασία. Έτσι και στον τρύγο του χαρουπιού, οι γεωργοί έμεναν στα χωράφια όλοι μαζί με τις
οικογένειές τους και το βράδυ ίσως να γιόρταζαν για τη σοδειά με τραγούδι και χορό. Τα χαρούπια συλλέγονταν από το δέντρο ραβδίζοντας με καλάμια. Αυτός ο τρόπος συγκομιδής επιβιώνει ακόμα και σήμερα. Στο τέλος του τρύγου, η μεταφορά του καρπού γινόταν με αχθοφορικά ζώα (μουλάρια και γαϊδούρια) στους εμπόρους και τους Χαρουπόμυλους, για πώληση και επεξεργασία.